ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το Big Bang της Χρυσής Αυγής


…Πρόκειται για ένα βιβλίο που πολύ θα ήθελα να μην είχα γράψει. Πρόκειται για ένα θέμα που πολύ θα ήθελα να μην υπήρχε στην Ελλάδα και να μην είχα ασχοληθεί μαζί του. Δυστυχώς όμως, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, άλλη είναι η επιθυμία μας και άλλη η πραγματικότητα. Άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με το θέμα του εξτρεμισμού και της πολιτικής βίας από τα πρώτα στάδια της ελληνικής κρίσης, πριν από 4 περίπου χρόνια. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ παρατηρώντας στην ανθρώπινη μικροκλίμακα το πώς μεταλλάσσονταν ορισμένοι φίλοι και γνωστοί. Φαινόμενα που μου φαίνονταν πολύ σημαντικά, όπως η βία στα πανεπιστήμια ή οι επιθέσεις και οι προπηλακισμοί εναντίον πολιτικών και διανοουμένων, σ’ αυτούς ήταν από αδιάφορα έως ευπρόσδεκτα. Υποστήριζα, και συνεχίζω να πιστεύω, ότι η επιδοκιμασία της πολιτικής βίας είναι συνώνυμη με την άρνηση της ίδιας της υπόστασης της δημοκρατίας. Όταν έλεγα σε συζητήσεις ότι φοβάμαι πως επωάζεται το αυγό του φιδιού, ελάχιστοι συμμερίζονταν τις ανησυχίες μου. Πολύ περισσότερο που δεν εθελοτυφλούσα εντοπίζοντας τα φαινόμενα πολιτικής βίας μόνο στο ένα άκρο, το «κακό». Ώσπου ήλθε το καλοκαίρι του 2011 και το κίνημα των αγανακτισμένων. Εκεί, συγκροτήθηκε σε σώμα το φαινόμενο του φαιοκόκκινου πολιτικού εξτρεμισμού. Η πάνω και η κάτω πλατεία, η αριστερή και η δεξιά κατά τη συμβατική τυπολογία, συνυπήρξαν και μοιράστηκαν μεγάλο αριθμό κοινών συνθημάτων με πλέον εμβληματικό το «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»…


…Ο αναγνώστης του ανά χείρας τόμου θα έχει την ευκαιρία να μελετήσει και μια άλλη σειρά προβλημάτων που ο συγγραφέας προσεγγίζει κριτικά πάντα σε σχέση με την αντιπολιτική βία και την εκ των άνω μανιχαϊκή αναπαράσταση της πολιτικής σύγκρουσης με βάση το δίπολο φίλος/εχθρός: την για διαφορετικούς λόγους κακοποίηση της «θεωρίας των δύο άκρων» από τη ριζοσπαστική Αριστερά και τη συντηρητική Δεξιά, τη συμβολή των ΜΜΕ στη θεμιτοποίηση του ακροδεξιού και εξτρεμιστικού λόγου, αλλά και επάλληλες αναλύσεις για την ιδεολογικο-πολιτική φυσιογνωμία της «Χρυσής Αυγής». Ανδρέας Πανταζόπουλος


Σάκης Μουμτζής*


Η άμεση δημοκρατία αναιρεί την ουσία της δημοκρατικής αρχής


Το κείμενο αυτό είναι η παρουσίαση του Σάκη Μουμτζή στην εκδήλωση για το βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα – το Big Bang της Χρυσής Αυγής, που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Νοεμβρίου 2014 στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης.


Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να βρούμε αιτιώδη συνάφεια στο τρίπτυχο λαϊκισμός –ριζοσπαστισμός –εξτρεμισμός. Ο λαϊκισμός, όπως τον ορίζει ο συγγραφέας, «είναι ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές δυνάμεις. Από τη μια ο αγνός λαός και από την άλλη οι διεφθαρμένες ελίτ. Έτσι, η πολιτική πρέπει να είναι η έκφραση της γενικής θέλησης του λαού που αναγορεύεται σε θεμελιώδη αρχή, υπεράνω Συντάγματος και θεσμών».


Εδώ υπάρχει η σύνδεση με τον ριζοσπαστισμό, κυρίως αυτόν της Νέας Αριστεράς. Η έκφραση της Νέας Αριστεράς είναι τα νέα κοινωνικά κινήματα. Τι είναι ακριβώς τα νέα κοινωνικά κινήματα; Είναι η αμφισβήτηση των επιμέρους μορφών του σύγχρονου πολιτισμού, που σε τελική ανάλυση ανάγονται στη φύση του ψηφιακού καπιταλισμού. Τα νέα κοινωνικά κινήματα επαγγέλλονται μια νέα οργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής χωρίς ιεραρχικές και εξουσιαστικές δομές . Επαγγέλλονται γι’ αυτό μορφές άμεσης δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας χωρίς διαμεσολαβήσεις.


Εδώ ακριβώς βρίσκεται το σκοτεινό σημείο. Το πολίτευμα της αστικής δημοκρατίας διακρίνεται και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη των θεσμών που ρυθμίζουν τις σχέσεις κράτους – πολίτη και κυρίως προστατεύουν τον δεύτερο από το πρώτο, μέσω των εγγυήσεων. Το σύνολο των θεσμών αποτελεί την οργάνωση της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής. Η αδιαμεσολάβητη δημοκρατία είναι μια κατάσταση χωρίς θεσμούς, μια πολυδιασπασμένη ανά χώρους άμεση δημοκρατία, όπου οι πλειοψηφίες ορίζουν και τους κανόνες του παιχνιδιού. Πέραν των πρακτικών προβλημάτων που εγείρονται (βασικό στοιχείο της άμεσης δημοκρατίας είναι η ανακλητότητα των αντιπροσώπων), υπάρχει το σοβαρό πρόβλημα της επιβολής των αποφάσεων και το ακόμα σοβαρότερο του τρόπου συγκρότησης των πλειοψηφιών. Είναι τετριμμένο ότι οι διαδικασίες ορίζουν την ουσία. Και διαδικασίες χωρίς θέσμιση δεν υπάρχουν. Όμως η θεσμισμένη κοινωνία είναι μια κοινωνία με ιεραρχία και εξουσιαστικές σχέσεις. Νομίζω, λοιπόν, ότι η άμεση δημοκρατία, που είναι ένα ασπόνδυλο σύστημα ανεξέλεγκτων λειτουργιών, αναιρεί την ουσία της δημοκρατικής αρχής, που είναι η εγκυρότητα του τρόπου συγκρότησης της πλειοψηφίας. Και αυτήν την εγκυρότητα την καθορίζουν οι κεντρικά θεσπισμένες διαδικασίες.


Προχωρώντας ακόμα πιο πολύ τον συλλογισμό μου, λέω πως πίσω από όλο αυτό το περίβλημα της ανατροπής των ιεραρχικών και εξουσιαστικών μορφών της αστικής δημοκρατίας υποκρύπτεται η αντίληψη της νέας ευρωπαϊκής Αριστεράς πως στην εποχή του ψηφιακού καπιταλισμού, το επαναστατικό υποκείμενο δεν είναι η εργατική τάξη, αλλά τα νέα κοινωνικά κινήματα ιδωμένα συνολικά .


Η ζώνη της φινλανδοποίησης


Από το σημείο αυτό μέχρι τον εξτρεμισμό μεσολαβεί μια γκρίζα ζώνη, μια περιοχή που μεταφορικά ο συγγραφέας την αποκαλεί «ζώνη φινλανδοποίησης». Είναι η περιοχή όπου η πολιτική βία χωρίς να προτείνεται, νομιμοποιείται, γίνεται κοινωνικά αποδεκτή. Ορίζει συμπεριφορές. Ο κατευνασμός των βιαιοπραγούντων, η αυτολογοκρισία και η έκπτωση ιδεών για να μην προκληθούν οι εξτρεμιστές, η ευμενής ουδετερότητα προς τον βιαιοπραγούντα, όλα αυτά είναι η γκρίζα ζώνη που καθιστά γείτονες τον ριζοσπαστισμό με τον εξτρεμισμό. Επικοινωνούν με ιδεολογήματα και πολιτικές θέσεις, όπως «ο αγώνας ενάντια στην ποινικοποίηση των κοινωνικών δράσεων», όπου παρακάμπτεται το ζήτημα αν οι κοινωνικές δράσεις με τη μορφή που τελούνται παραβιάζουν τους νόμους (καταλήψεις, πλιάτσικο, εμπρησμοί, ξυλοδαρμοί, ρίψη μολότοφ). Αυτή η συσκότιση της μορφής των δράσεων οδήγησε τους απολογητές τους στην επινόηση βλακωδών όρων όπως: «ο ολοκληρωτισμός της μη βίας» και «ο εξτρεμισμός του πολιτικού κέντρου». Αντιστρέφοντας αυτές τις εκφράσεις έχω να πω πως μια κοινωνία πρέπει να είναι ολοκληρωτικά στραμμένη στη μη βία και παραγωγός συναινέσεων, συγκλίσεων και εκφοράς πολιτικού λόγου με άξονα το επιχείρημα.


Διολισθαίνοντας προς τον εξτρεμισμό, πρέπει να τον ορίσουμε. Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος δίνει τον παρακάτω ορισμό: «το σύνολο των αντιδημοκρατικών ιδεολογιών –πολλές φορές αντίθετων μεταξύ τους– οι οποίες υιοθετούν μια διπολική μανιχαϊστική κοσμοαντίληψη, η οποία θεωρεί όσους αποκλίνουν, ότι ανήκουν στο βασίλειο του διαβόλου, υιοθετώντας μιαν απολύτως ξεκάθαρη διάκριση εχθρών και φίλων. Οι εξτρεμιστές θεωρούν ότι όποιος διαφωνεί μαζί τους πρέπει να εξοντωθεί. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τη βία ως πολιτικό εργαλείο». Πάντοτε η βία ήταν πολιτικό εργαλείο. Ο μαρξισμός όμως το θεωρητικοποίησε και ο Λένιν επεξεργάστηκε πλήρως τη θέση της βίας στην πολιτική πρακτική, αναγορεύοντάς την μαζί με τον εμφύλιο πόλεμο σε μορφές πολιτικής πάλης. Οι διάφοροι ποικιλώνυμοι επίγονοί του με την ιδεολογικοποίηση πλέον της βίας, προχώρησαν ιστορικά σε ανεξέλεγκτη άσκησή της. Γρήγορα η εξτρεμιστική Αριστερά υπό τη μορφή συγκοινωνούντων δοχείων, έχασε το προνόμιο της αποκλειστικής χρήσης βίας, που μέσω του αγωγού του λαϊκισμού πέρασε στην αντίπερα όχθη, στον χώρο της εξτρεμιστικής Δεξιάς, που την εγκολπώθηκε και σαν αντίδραση στις βίαιες συμπεριφορές της Αριστεράς.


Εξτρεμιστές και ριζοσπάστες


Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνω μια ουσιώδη διάκριση, που την κάνει, βέβαια, και ο συγγραφέας. Άλλο οι εξτρεμιστές και άλλο οι ριζοσπάστες. Οι πρώτοι είναι αυτονοήτως εχθροί του δημοκρατικού πολιτεύματος και φορείς βίαιων ενεργειών. Οι δεύτεροι είναι εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ανάλογα αν είναι ριζοσπάστες της Δεξιάς πρεσβεύουν μια πιο αυταρχική δημοκρατία, εξαγνισμένη από τις αμαρτίες του φιλελευθερισμού, ή εάν είναι ριζοσπάστες της Αριστεράς μια δημοκρατία χωρίς διαμεσολαβήσεις, θεσμούς και εγγυήσεις. Υπό προϋποθέσεις το είδος της δημοκρατίας που επαγγέλλονται οι ριζοσπάστες τόσο της Δεξιάς όσο της Αριστεράς μπορεί να οδηγήσει σε παραμορφωτικές ή ολοκληρωτικές καταστάσεις διακυβέρνησης.


Στην Ελλάδα η πολιτική βία της Χρυσής Αυγής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι για πρώτη φορά η βία της Άκρας Δεξιάς λειτούργησε αυτονομημένα από τις επίσημες κρατικές λειτουργίες (τη δεκαετία του ’60 η βία ήταν παρακρατική). Η ΧΑ είχε έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό. Την στρατιωτικοποίηση του αρχικού πυρήνα της, δηλαδή τη σύσταση στρατιωτικών σχηματισμών των 40 χιλιάδων μελών της, με στόχο τη βίαιη εκκαθάριση κοινωνικών χώρων (γειτονιές, εργασιακούς χώρους) από τους πολιτικούς της αντιπάλους, και την εγκαθίδρυση της εξουσίας της σε αυτούς τους χώρους. Στο σημείο αυτό να πω ότι η στρατιωτικοποίηση της πολιτικής δράσης ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μεσοπολέμου, όπου ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού χώρου θεωρούσε τη Δημοκρατία δημιούργημα του Σίτυ, της συνθήκης των Βερσαλλιών και γενεσιουργό αιτία της οικονομικής κρίσης. Η Δημοκρατία κινείτο στον χώρο της απαξίας για εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες. Η απόρριψή της προερχόταν τόσο από τους ναζί και τους φασίστες όσο και από τους κομμουνιστές. Όλοι είχαν στρατιωτικοποιήσει την πολιτική τους δράση διαθέτοντας ένοπλες ομάδες. Αύτη ακριβώς ήταν η στρατηγική της ΧΑ. που στην πλήρη της ανάπτυξη προέβλεπε και διείσδυση στα Σώματα Ασφαλείας και στις Ένοπλες Δυνάμεις, κάτι που συνολικά δημιουργούσε μιαν εκρηκτική προοπτική. Οι ομαδικές και επιλεκτικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών ήταν κυρίως η επίδειξη της δύναμης, το δέσιμο των μελών μέσω της διάπραξης αξιόποινων πράξεων και η αποστολή του μηνύματος προς την κοινωνία ότι αυτοί κάνουν ό,τι δεν κάνουν οι Αρχές. Αυτή η βίαιη πρακτική κατά αλλοδαπών σε συνδυασμό με τη διανομή τροφίμων σε Έλληνες και τη μιντιακή προβολή (ο μύθος ότι ως σωματοφύλακες συνοδεύουν ηλικιωμένους στις τράπεζες), κατέστησαν τον χρυσαυγίτη άνθρωπο της διπλανής πόρτας, αποδεκτό και συγχρόνως τιμωρό των διεφθαρμένων πολιτικών.


Ακροδεξιά και ακροαριστερή βία


Η γνωστή συνέχεια δείχνει πως η ακροδεξιά βία στην Ελλάδα τείνει να εκλείψει, αφήνοντας το μονοπώλιο στη βία της Άάκρας Αριστεράς, στις light μορφές της. Τελειώνοντας, θυμάμαι πως κατά τη δεκαετία του ’70 η ανανεωτική Αριστερά μιλούσε για στερέωση και διεύρυνση της δημοκρατίας και όχι για κατάλυσή της. Σήμερα που ανανεωτική Αριστερά δεν υπάρχει, ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος προσδιορίζει ποιοι θα σηκώσουν το βάρος του πολιτικού αγώνα κατά του εξτρεμισμού. Γράφει: «στην κρίσιμη μάχη εναντίον της αιμομικτικής σχέσης πολιτικής βίας και λαϊκισμού, εμπροσθοφυλακή δεν μπορεί παρά να είναι εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν την πολιτική παραδοχή του Διαφωτισμού, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες, όσοι ασπάζονται την παράδοση της ανεκτικότητας, του σεβασμού των μειονοτήτων, της προστασίας των δικαιωμάτων, της ελευθερίας του λόγου, είναι η πλουραλιστική δημοκρατία που αντιστέκεται στις μονιστικές δοξασίες. Είναι η παράδοση του ορθού λόγου απέναντι στις προκαταλήψεις και τις θεωρίες συνομωσίας».


*Ο Σάκης Μουμτζής είναι συγγραφέας του βιβλίου Κόκκινη Βία 1943-1946, Επίκεντρο 2013.


Χάρης Πεϊτσίνης


Οι παράδοξες συγκλίσεις των πολιτικών άκρων στο θέμα της βίας.


Το κείμενο αυτό είναι η παρουσίαση του Χάρη Πεϊτσίνη στην εκδήλωση για το βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα – το Big Bang της Χρυσής Αυγής, που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Νοεμβρίου 2014 στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης.


Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πέτρο και τις εκδόσεις «Επίκεντρο» για την τιμή που μου κάνανε να με επιλέξουν ως έναν εκ των ομιλητών στην παρουσίαση αυτού του σπουδαίου βιβλίου. Με τον Πέτρο γνωρίζομαι προσωπικά εδώ και λίγους μήνες, αλλά ομολογώ ότι πέραν της συμπάθειας που τρέφω γι’ αυτόν, εκτίμησα αφάνταστα την πολιτική του οξυδέρκεια, όπως αυτή αναπτύσσεται στην εβδομαδιαία μας ραδιοφωνική εκπομπή μέσα από το Amagi web radio. Αυτή η εκπομπή μού έδωσε την ευκαιρία άλλωστε να γνωρίσω και να εκτιμήσω από πρώτο χέρι την ευρυμάθεια, την ευφυΐα και την αναλυτική και κριτική ικανότητά του.


Θα ξεκινήσω με μια μικρή προσωπική εμπειρία. Τον χειμώνα του 2011, όταν ο παροξυσμός των «Αγανακτισμένων» βρισκόταν στην κορύφωσή του, αποφασίσαμε με κάποιους φίλους να πάμε κινηματογράφο, στην καινούργια –τότε– ταινία του Γούντυ Άλλεν. Την ίδια προβολή είχε την ατυχία να την παρακολουθεί κι ένας γνωστός πολιτικός από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ μαζί με δύο συγγενείς του, ακαδημαϊκούς, και μάλιστα εξαιρετικούς πανεπιστημιακούς δασκάλους. Στο διάλειμμα της ταινίας, χωρίς να καταλάβει κανείς το πώς και από πού, η πίσω πλευρά της αίθουσας, πίσω από τα καθίσματα, γέμισε με νεαρά παιδιά που άρχισαν σιγά σιγά να απλώνουν ένα πανό. Ξαφνικά, σαν κάποιος να έδωσε ένα μυστικό σύνθημα, τρεις απ’ αυτούς βγήκαν μπροστά και πέταξαν ποτήρια γεμάτα καφέ στο κεφάλι του εν λόγω πολιτικού, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει τίποτα. Επακολούθησε πανζουρλισμός. Οι διαμαρτυρόμενοι επιτέθηκαν φραστικά στον ίδιο και στην παρέα του, τον προπηλάκισαν, τους πέταξαν σκουπίδια – βλέπετε η εν λόγω πρακτική δεν είναι και τόσο νέα. Μαζί φυσικά με αυτόν, καθυβρίστηκαν αισχρά και οι δύο καθηγητές πανεπιστημίου, ως μέρος του κατεστημένου κι αυτοί. Σε λίγο, τις βρισιές ακολούθησαν τα σπρωξίματα, τα θύματα της επίθεσης απωθήθηκαν εμφανώς τρομοκρατημένα και, τελικά, η κατάσταση εκτονώθηκε όταν οι τεχνικοί του σινεμά είχαν την ευφυή ιδέα να κλείσουν τα φώτα και να ξαναρχίσουν την προβολή της ταινίας.


Αλλά, για να σας πω την αλήθεια, σε αυτό το επεισόδιο, περισσότερη εντύπωση μου έκανε κάτι άλλο. Ότι ενώ κάποιοι από τους θεατές φωνάζαμε στους «Αγανακτισμένους» να αφήσουν ήσυχους τους ανθρώπους που ταλαιπωρούσαν, ότι ενώ κάποιοι από μας παίρναμε τηλέφωνο στην αστυνομία για να ζητήσουμε βοήθεια, ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός θεατών, όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό, συμφωνούσαν με τη διαμαρτυρία και τους προπηλακισμούς. Συμφωνούσαν και ενθάρρυναν τους υβριστές και τους χειροδικούντες. Φώναζαν μαζί τους συνθήματα, φώναζαν πως καλά τους κάνουν, μια κυρία προσπάθησε να μας σταματήσει απ’ το να καλέσουμε την αστυνομία. Προσέξτε, δεν επρόκειτο για ανθρώπους που θα θύμιζαν ταραξίες αν τους πετυχαίνατε στον δρόμο, Ήταν άνθρωποι καθ’ όλα αξιοπρεπείς, κουλτουριάρηδες, φαινομενικά πολιτισμένοι.


Τότε ήρθα σε πρώτη επαφή όχι μόνο με την πολιτική βία αλλά, κυρίως, με το οικοσύστημα μέσα στο οποίο αυτή επιβιώνει, αναπτύσσεται, γιγαντώνεται: την ανοχή αλλά και την αποδοχή ενός ίσως όχι πλειοψηφικού αλλά σίγουρα δυσανάλογα μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Η ίδια ακριβώς παρατήρηση για την αυξανομένη κοινωνική ανοχή στην πολιτική βία στάθηκε για τον Πέτρο Παπασαραντόπουλο το έναυσμα για την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του, όπως ομολογεί ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου. Ένα βιβλίο που, όπως μας εξομολογείται με ειλικρίνεια, θα ήθελε να μην είχε γράψει. Γιατί προφανώς αφορά ένα θέμα που όλοι μας, τουλάχιστον όλοι όσοι είμαστε εδώ, θα θέλαμε να μην υφίσταται. Ένα θέμα που μας κάνει να ντρεπόμαστε. Ένα θέμα που ακόμα και σήμερα είναι ταμπού για πολλούς, καθώς ακόμα και αξιόλογοι ερευνητές υποχωρούν μπροστά στο συναίσθημα και αρνούνται να αντιμετωπίσουν με μια στοιχειώδη αντικειμενικότητα το πρόβλημα του πολιτικού εξτρεμισμού, όταν ο τελευταίος προέρχεται από το δικό τους ιδεολογικό στρατόπεδο.


Και τελικά, μέσα από τις μονομέρειες, τις μεταθέσεις και αντιμεταθέσεις, την αμηχανία και τον απολογητισμό, η βία ως κοινωνικό φαινόμενο εγγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό μας, για να γίνει μέρος μιας συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας. Πάνω σε αυτό το εύφορο έδαφος, σε αυτό το θερμοκήπιο, όπως εύστοχα γράφει ο Πέτρος, ήρθε και ρίζωσε το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, φτάνοντας με το θράσος και τον τσαμπουκά της ωμής βίας να διεκδικεί όχι μόνο μια θέση στο κοινοβούλιο, αυτή την κέρδισε προ πολλού, αλλά και τη θέση του τρίτου ισχυρότερου κόμματος στην ελληνική βουλή.


Έτσι, η Ελλάδα μαζί με την Ουγγαρία έγιναν οι πρώτες δυτικές χώρες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο που εξέλεξαν ως αντιπολίτευση στα κοινοβούλιά τους κόμματα ανοιχτά νεοφασιστικά. Μια θλιβερή πρωτιά, που δεν βρήκε ακόμα νομίζω τη θέση που της αξίζει ως αντικείμενο πολιτικής και κοινωνιολογικής έρευνας. Άλλωστε, ένα δυσάρεστο γεγονός που οφείλουμε να παραδεχτούμε είναι ότι η μελέτη του πολιτικού εξτρεμισμού και του νεοναζισμού δεν έχει προχωρήσει στη χώρα μας όσο θα έπρεπε ή τουλάχιστον δεν έχει προχωρήσει με ρυθμούς αντίστοιχους της ανάπτυξης του φαινομένου.


Ενώ στο εξωτερικό οι αναλυτές του νεοναζιστικού φαινομένου είναι δεκάδες, ενώ ο πολιτικός εξτρεμισμός μελετάται μέχρι και από ειδικά επιστημονικά κέντρα, όπως ας πούμε το ινστιτούτο για τη μελέτη του πολιτικού εξτρεμισμού στο Λονδίνο που συνεργάζεται με τέσσερα πανεπιστήμια, στην Ελλάδα η βιβλιογραφία είναι φτωχή, και απαρτίζεται κυρίως από βιβλία που ακροβατούν ανάμεσα στη ρηχή πολιτική ανάλυση και το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Με αυτή την έννοια, η έκδοση του αυθεντικά επιστημονικού βιβλίου του Πέτρου αποτελεί μια τομή για την εγχώρια ερευνητική βιβλιογραφία στο θέμα της μελέτης της πολιτικής βίας.


Ωστόσο ο Πέτρος, πολύ σωστά δεν περιορίζεται στην ανάλυση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής. Η άνοδός της αποτέλεσε το τέρμα αν θέλετε μιας μακράς διαδρομής κοινωνικών μεταμορφώσεων που την ανέδειξαν σε τρίτο κόμμα. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας εξέλιξης, της οποίας οι ρίζες βρίσκονται τουλάχιστον τέσσερα χρόνια πριν τις εκλογές του 2012, πριν την κρίση, πριν το μνημόνιο, επί εποχής διακυβέρνησης ΝΔ και «θωρακισμένης» οικονομίας. Αν θέλουμε να βρούμε το χαμένο νήμα εξήγησης της ανόδου των άκρων θα πρέπει να ανασκάψουμε το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν μας, ήδη από τον άγριο Δεκέμβρη του 2008, και τις πρωτοφανείς εκδηλώσεις ωμής βίας την επαύριο της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Εκδηλώσεις τις οποίες μια ορισμένη Αριστερά δεν αποδοκίμασε, αλλά αντίθετα καλοδέχθηκε, ως προστάδιο γενικευμένης επαναστατικής κατάστασης. Ο Δεκέμβρης του 2008 με τα έκτροπά του, με το ανελέητο πλιατσικολόγημα και την πυρπόληση του κέντρου μεγάλων ελληνικών πόλεων, υπήρξε η πρόβα τζενεράλε για τη συγκρότηση της μαζικής και οχλοκρατικής βίας σε εργαλείο κοινωνικής διαμαρτυρίας. Τρία χρόνια αργότερα, όταν το όραμα της επίπλαστης ευημερίας είχε καταρρεύσει, η απάντηση στην κρίση χρέους, εύκολη, οργισμένη και γι’ αυτό ακριβώς επικίνδυνη, δεν άργησε να έρθει: Το κίνημα των «Αγανακτισμένων»: δε χρωστάμε, δεν πληρώνουμε, δεν πουλάμε. Αυτή η αντίδραση, κλασική άρνηση με ψυχολογικούς όρους αποτέλεσε το ορόσημο για τη δημοσκοπική απογείωση των άκρων.


Μια εικοσαετία δημόσιου δανεισμού αρκεί για να δώσει στο κοινωνικό σώμα την ψευδαίσθηση ευημερίας, που δεν οφείλεται στην παραγωγή αλλά στην κατανάλωση δανεικών με μακρό ορίζοντα αποπληρωμής. Όταν ο ορίζοντας πλησίασε επικίνδυνα κοντά, και η φούσκα έσκασε, εκατομμύρια άνθρωποι επέλεξαν τη φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα. Οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν το κουράγιο να μιλήσουν με ειλικρίνεια για τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, παραγκωνίστηκαν. Οι φιλελεύθεροι παρέμειναν στο δημοσκοπικό και εκλογικό περιθώριο. Οι ορθολογικοί σοσιαλδημοκράτες υπέστησαν την ίδια μοίρα, είτε γιατί ταυτίστηκαν με τα κόμματα του μνημονίου είτε γιατί αντιτάχτηκαν στον λαϊκισμό των παρατάξεών τους.


Και ποιοι απέμειναν; Απέμειναν, λοιπόν, οι πιο χυδαίοι δημαγωγοί, οι εκπρόσωποι των πλέον παρακμιακών ιδεολογημάτων, οι τρελοί, οι οπορτουνιστές και οι απατεώνες, οι οποίοι αντέτειναν στην πραγματικότητα της κρίσης το νόθο ερμηνευτικό σχήμα που σημαδεύει τη νεότερη ιστορία μας: την άκρατη συνωμοσιολογία, που με τη σειρά της οδήγησε σε μια κινηματικού τύπου άρνηση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Έτσι εκκολάφθηκε το «αυγό του φιδιού».


Στο βιβλίο του ο Πέτρος φωτογραφίζει αυτές τις καθοριστικές στιγμές που σημάδεψαν την άνοδο του πολιτικού εξτρεμισμού. Δεν αρκείται όμως μόνο σε αυτό. Διαβάζοντας, θαύμασα πραγματικά το βάθος και το επίπεδο της έρευνας. Το υλικό που επεξεργάστηκε είναι τεράστιο. Από το βιβλίο του παρελαύνουν δεκάδες επεισόδια πολιτικής βίας και οι τακτικές απολογητικής τους που υιοθέτησε ένα μέρος του πολιτικού συστήματος. Γίνονται συγκρίσεις με αντίστοιχα φαινόμενα σε χώρες του εξωτερικού, γεγονότα της πρόσφατης και της απώτερης ιστορίας μας, ενώ τελικά όλα αυτά τα εξαντλητικά στοιχεία αναλύονται πολιτικά και κοινωνιολογικά με αναφορές στα πιο σύγχρονα πορίσματα των ανθρωπιστικών επιστημών. Μπροστά μας εκτίθενται ανάγλυφα οι φαινομενικά παράδοξες συγκλίσεις των πολιτικών άκρων στο θέμα της βίας. Συγκλίσεις που συχνά αναδεικνύουν την αλληλοτροφοδότηση του εξτρεμισμού Αριστεράς και Δεξιάς. Η ρητορική του αντιμνημονιακού χώρου εξετάζεται με νέους αναλυτικούς φακούς, μέσα από το πρίσμα της μελέτης του σύγχρονου εμφυλιοπολεμικού λόγου. Ενός λόγου που μέσα από παράδοξες ατραπούς και αντιφάσεις, ενώ υποτίθεται πως πολεμά τους υποτιθέμενους υποστηριχτές του τέταρτου Ράιχ, τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να αναδείξει σε κοινοβουλευτικό κόμμα τους νεότερους υποστηρικτές του τρίτου Ράιχ...


Το βιβλίο αυτό είναι ίσως το μοναδικό στη σύγχρονη βιβλιογραφία που κατορθώνει να δέσει αριστοτεχνικά την άνοδο της Χρυσής Αυγής με την εξεγερσιακή κουλτούρα της πρώτης δεκαετίας του 2000, και την κουλτούρα αυτή με τις παραμορφώσεις που υπέστησαν οι θεμελιώδεις αφηγήσεις της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας τα τελευταία τριάντα χρόνια από τις πολιτικές δυνάμεις των άκρων. Η ανοχή της «δικής» μας βίας, και η απόρριψη της αντίπαλης, ήταν ο κανόνας του παιχνιδιού για πάνω από σαράντα χρόνια• ακόμα είναι. Δείτε, για παράδειγμα, πώς οι απολογητές της Χρυσής Αυγής δικαιολογούν τον ξυλοδαρμό της Λιάνας Κανέλλη, ενώ αποδοκιμάζουν τον ξυλοδαρμό ακαδημαϊκών από ακροαριστερούς φοιτητές, και πώς την ίδια στιγμή οι εκπρόσωποι της Άκρας Αριστεράς ανέχονται και δικαιολογούν τον τραμπουκισμό των φιλικών τους φοιτητικών παρατάξεων, ενώ απορρίπτουν τον χουλιγκανισμό της ακροδεξιάς. Αυτό το ιδιότυπο καθεστώς απολογητικής, αυτολογοκρισίας και ανοχής απέναντι στο ακραίο, ο Πέτρος ευφυέστατα το βαφτίζει φινλανδοποίηση απέναντι στη βία. Μια εξέλιξη επικίνδυνη, που υποθάλπει, τελικά, τη διαιώνιση της βίας, διότι, ας μη γελιόμαστε, η πλειονότητα των φυσικών αυτουργών της πολιτικής βίας, δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τη μαζική, έστω και ειρηνική αντίδραση της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού εναντίον τους. Η ανοχή και η σιωπηρή αποδοχή λειτουργεί σαν ζωτικός χώρος επιβίωσης και ανάπτυξής τους.


Κι έτσι, λοιπόν, καταλήξαμε με τους «Αγανακτισμένους» σπίτια τους, όχι όμως προτού αναδείξουν τα κόμματα της αγανάκτησης σε ρυθμιστές του πολιτικού συστήματος. Σήμερα βιώνουμε τα αποτελέσματα της ίδιας νοοτροπίας που οδήγησε στις εκρήξεις βίας των τελευταίων χρόνων. Οι πρώτες δόσεις εμφυλιοπολεμικής ρητορικής, αυτού του trash πολιτικού λόγου, καταναλώθηκαν και πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων. Ουδείς μιλάει, πλέον, για κινεζικά ή ρωσικά δάνεια που θα μας σώσουν… Ωστόσο, η γαλούχηση της κοινωνίας, ιδίως της νέας γενιάς σ’ αυτήν τη νοοτροπία είναι ένα θλιβερό γεγονός που συνεχίζει να μας στοιχειώνει και να καλύπτει σαν τοξικό νέφος την κοινωνική και πολιτική ζωή. Και ο ύπουλος ρόλος των μέσων μαζικής επικοινωνίας δεν ξεφεύγει από την ανάλυση του βιβλίου, που χαρακτηρίζει τη σχέση μιντιακού λαϊκισμού και νεοναζισμού σχεδόν αιμομικτική.


Υπάρχει, ωστόσο, κάποια λύση στο αίνιγμα αυτό, σε τούτο το επικίνδυνο σπιράλ βίας, όπου οι λέξεις οπλίζουν τα χέρια και τα αιματοβαμμένα χέρια ενθαρρύνουν τον λόγο του μίσους; Η απάντηση είναι δύσκολη, και για να μπορεί κανείς να απαντήσει θα πρέπει αντί να προφητέψει ένα ασαφές και αόριστο μέλλον, να κατασκευάσει μια έστω νοητή οδό διαφυγής. Και για μένα, οδός διαφυγής άλλη απ’ τον διάλογο, την πειθώ και τον συνειδητό πολιτικό αγώνα ενάντια στον εξτρεμισμό δεν υπάρχει. Η κρίση, όπως ακριβώς ένωσε διαφορετικές και μέχρι πρόσφατα αντίπαλες ομάδες πολιτών, στο όνομα του κοινού σκοπού, δηλαδή της κατάργησης του μνημονίου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ένωσε και ανθρώπους που μέχρι πρότινος ήταν μοιρασμένοι σε διάφορα κόμματα αλλά μοιράζονταν ταυτόχρονα και κοινές αξίες. Φιλελεύθερους σαν και εμένα με σοσιαλδημοκράτες σαν τον Πέτρο, κεντρώους, κεντροδεξιούς, κεντροαριστερούς. Ανθρώπους που είδαν την κρίση όχι μέσα από τα μεταφυσικά ερμηνευτικά σχήματα της συνωμοσιολογίας, αλλά ως ένα αυθεντικά ενδογενές φαινόμενο που αποτέλεσε το τέλος μιας μακράς σειράς σφαλμάτων δημοσιονομικών, πολιτικών, οικονομικών. Θέλω να ελπίζω πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είμαστε αποφασισμένοι να παλέψουμε ώστε αυτά τα λάθη να μην επαναληφθούν. Και αυτή η συναπόφαση για έναν κοινό αγώνα, αγώνα δημοκρατίας, ελευθερίας και ορθολογισμού, είναι το μοναδικό ίσως θετικό σημείο μιας τετραετίας βαθιάς πολιτικής και ηθικής κρίσης.


Το βιβλίο του Πέτρου μάς θυμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να πούμε «ως εδώ!» και, για να μιμηθώ τον τίτλο της κοινής μας ραδιοφωνικής εκπομπής, ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να πάμε κόντρα στο ρεύμα.


Σας ευχαριστώ.


Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλίαπαρουσίαση του Χρήστου Φραγκονικολόπουλου στην εκδήλωση για το βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα – το Big Bang της Χρυσής Αυγής, που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 26 Νοεμβρίου 2014 στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης.


Βία και εξτρεμισμός στην Ελλάδα:


Πολιτική προσφορά και κοινωνική ζήτηση


Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Εξτρεμισμός και Πολιτική Βία στην Ελλάδα: Το Big Bang της Χρυσής Αυγής, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2014, σελ. 272.


Του Χρήστου Α. Φραγκονικολόπουλου


Σύμφωνα με έρευνα της Public Issue το 2013 η αίσθηση της βίας στην ελληνική κοινωνία είναι έντονη και διάχυτη, με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών (86%) να πιστεύει ότι υπάρχει αρκετή/πολύ βία στην κοινωνία (ενώ μόλις το 13% εκφράζει την αντίθετη άποψη). Η αίσθηση αυτή, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ότι οφείλεται στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, καθώς και άλλων πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων (το μεταναστευτικό ζήτημα, η κρίση νομιμότητας των πολιτικών κομμάτων). Τι να θυμηθεί κανείς τα τελευταία πέντε χρόνια; Τα συχνά μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων με στόχους υποκαταστήματα τραπεζών, γραφεία κομμάτων και βουλευτών, κτίρια της αστυνομίας και υπουργείων; Τους τρεις νεκρούς υπαλλήλους της τράπεζας Marfin το 2010, τη διάλυση της στρατιωτικής παρέλασης στη Θεσσαλονίκη το 2011, τον πρόσφατο ξυλοδαρμό του Καθηγητή Ν. Μαραντζίδη;


Φταίει, όμως, μόνο η κρίση; Μάλλον, όχι. Έτσι, ενώ το 87% των πολιτών το 2013 αναφέρει ότι τα φαινόμενα της βίας στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, διαχρονικά το ποσοστό των πολιτών που εκτιμά ότι η βία στην σημερινή συγκυρία έχει αυξηθεί εμφανίζεται διευρυμένο μόνο κατά 13% σε σχέση με μελέτη της Public Issue το 2006 (74%) . Επομένως, η βία στην ελληνική κοινωνία όχι μόνο είναι εδραιωμένη (μεταπολιτευτική ανοχή απέναντι στην τρομοκρατία, συγκρούσεις με την αστυνομία, καταλήψεις και βανδαλισμοί), αλλά και το φαινόμενο συνεχώς επιδεινώνεται (επιθέσεις, ξυλοδαρμοί και εντυπωσιακή εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής, ).


Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα, σε μία χώρα που από το 1974 χαρακτηρίζεται από μια μακρά διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας;


Το φαινόμενο, όπως επισημαίνει η Άννα Φραγκουδάκη , πρέπει να εξεταστεί με όρους της αμφίσημης ελληνικής ταυτότητας: πίστη και αφοσίωση στα εθνικά ιδεώδη κι συμφέροντα από τη μια και περιφρόνηση καθετί δημόσιου από την άλλη; αμυντική εθνική ταυτότητα που συνδυάζει την αίσθηση υπερηφάνειας για τη συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες με συναισθήματα κατωτερότητας έναντι των δυτικών, και μάλιστα με διαρκή μετάθεση των ευθυνών προς τα έξω, προς τον κόσμο δηλαδή των «ξένων». Εδώ συνωστίζονται ρεύματα ιδεών από τους «νεοορθόδοξους» μέχρι τους πολέμιους του βιβλίου Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, αλλά και σοβαρές περιπτώσεις «ιδιωτικοποίησης» της εξωτερικής πολιτικής (π.χ., η υπόθεση Οτζαλάν), που εγκλωβίζουν την ελληνική κοινωνία σε έναν εθνικισμό «ανεπίκαιρο, φανατικό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό» (σελ.13) και προλειαίνουν το έδαφος για τον εξτρεμισμό.


Στην ίδια λογική κινείται και ο Δημήτρης Ψυχογιός , σύμφωνα με την ανάλυση του οποίου η πολιτική βία στη χώρα μας δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την «υλική βάση»-κοινωνικές συνθήκες. Την αιτία, όπως επισημαίνει πρέπει να την αναζητήσουμε στην «αγωνιστική ερμηνευτική» της ιστορίας μας (σελ. 72), δηλαδή την «αντίληψη της ελληνικής ιστορίας ως πολεμικής αφήγησης» (σελ. 145), μιας «ηρωικής μακραίωνης πορείας δίκαιων πολέμων εναντίον εχθρών, που ξεκινά με τη μάχη του Μαραθώνα και μέσω του Μεγαλέξανδρου, του Παλαιολόγου και του Κολοκοτρώνη φτάνει ως τον πόλεμο του ‘40» (σελ.72). Αυτή η ερμηνευτική, όχι μόνο εκφράζεται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (π.χ. ‘δεν διαπραγματευόμαστε’), αλλά «καλλιεργείται από τον δημόσιο λόγο, την εκπαίδευση, τα μέσα και τελικά μεταφέρεται στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις: ο αντίπαλος γίνεται ‘εσωτερικός εχθρός’, όργανο πιθανότητα του εξωτερικού, μίασμα, μοναρχοφασίστας, εαμοβούλγαρος, προδότης, νενέκος, δωσίλογος, μερκελιστής, γερμανοτσολιάς, που πρέπει να αντιμετωπιστεί αδιαπραγμάτευτα, ανυποχώρητα, ηρωικά με κάθε θυσία» (σελ. 73). Μάλιστα, όπως δείχνει και Έκθεση του Εθνικού Κέντρου Ερευνών το 2010, οι Έλληνες σε μεγαλύτερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πιστεύουν πως «οι περισσότεροι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να τους εκμεταλλευτούν αν είχαν την ευκαιρία» και σε μικρότερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θεωρούν πως «οι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να είναι δίκαιοι απέναντί τους».


Τα παραπάνω, όπως επισημαίνει ο Παπασαραντόπουλος (σελ. 24) «συγκροτούν ένα ‘σώμα’ κοινωνικής ζήτησης για ακραίες, μη δημοκρατικές πρακτικές». Όμως, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει, οι ρίζες του φαινομένου δεν πρέπει να αναζητηθούν μόνο στο πολιτισμικό φορτίο-κουλτούρα της χώρας, αλλά και στον τρόπο που δομήθηκε το πολιτικό σύστημα μετά το 1974. Η μεταπολίτευση «σημαδεύτηκε από το δομικό χαρακτηριστικό της άρνησης του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στις σημαντικότερες συνιστώσες του κοινοβουλευτισμού. Το πολιτικό παίγνιο ήταν πάντοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανάμεσα σε εχθρούς και όχι ανάμεσα σε πολιτικούς αντιπάλους» (σελ. 58), «που αντιλαμβανόταν την πολιτική αντιπαράθεση ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Οι καλοί και οι κακοί. Οι δυνάμεις του φωτός και οι δυνάμεις του σκότους» (σελ. 173). Αυτή η λογική καλλιέργησε τον λαϊκισμό μέσα από τον οποίο το γενικό συμφέρον αποσαθρώθηκε και υποκαταστάθηκε από τον ακραίο ατομικισμό, με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα: απουσία κοινωνικού συμβολαίου και ανεξάρτητης κοινωνίας πολιτών, κορπορατισμός και συντεχνιασμός, ανοχή στην ανομία και έλλειψη διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού (σελ.62-72).


Και εδώ είναι, όπως επισημαίνει ο Παπασαραντόπουλος (σελ.24-25), που η κρίση έπαιξε το δικό της ρόλο, όχι ως αιτία, αλλά ως καταλύτης. Για πολλούς λόγους, η ανάπτυξη και ανάλυση των οποίων στο βιβλίο του, όχι μόνο θα ‘ενοχλήσει’ την δεσπόζουσα λογική, αλλά οφείλει να ανοίξει και μια συζήτηση διερεύνησης του φαινομένου της πολιτικής βίας στην χώρα μας.


1ος λόγος. Η κρίση ενίσχυσε την αμυντικότητα και τον ατομικισμό της ελληνικής κοινωνίας. Γράφει για το Κίνημα των Αγανακτισμένων (σελ. 39-41):


Από άποψη ιδεολογίας οι ‘αγανακτισμένοι’ δεν κομίζουν κάτι διαφορετικό.. Αντίθετα δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αναπαράγουν εκκωφαντικά το ηγεμονικό στερεότυπο της ελληνικής κοινωνίας… τη βαθύτατα εδραιωμένη, λαϊκιστική πεποίθηση ότι για όλα τα προβλήματα του τόπου φταίει το ‘μνημόνιο’, οι τρισκατάρατοι ξένοι που μας το επέβαλαν και οι ‘από πάνω’, που είναι εντολοδόχοι τους. Ποτέ οι ‘από κάτω’… Εντέλει, ο μύθος του ‘αντιμνημονίου’ παράγει μια ιδεολογία ατομιστική, μια ιδεολογία διατήρησης των κεκτημένων, που αποσαθρώνει την κοινωνία και λεηλατεί τις συνειδήσεις και τη λογική των ανθρώπων….


Η αντίδραση, αυτή όπως υπογραμμίζει συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας συλλογικής μνησικακίας και ανομίας (βλ. ‘Κίνημα Δεν Πληρώνω’, σελ. 33-53). ‘Προκλητική’ για τα ελληνικά δεδομένα τοποθέτηση. Είναι, όμως, όταν σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2011 (σελ.56), ένα ποσοστό 49.6% των ερωτηθέντων εγκρίνει τους προπηλακισμούς πολιτικών. Πολύ περισσότερο, συνεχίζει, παγιώνει μια φαντασιακή απόσπαση των πολιτών από την πραγματικότητα, δηλαδή, την απάρνηση των πραγματικών προβλημάτων (σελ. 43-44, 122-123), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επικίνδυνες λαϊκιστικές, ρατσιστικές και συνωμοσιολογικές συμπεριφορές. Και δεν έχει άδικο. Θυμηθείτε το 33% των ελλήνων πολιτών που πιστεύουν, σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis to 2013, ότι μας ψεκάζουν. Ενδεικτική είναι και η πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων πιστεύει ότι η ελληνική κρίση είναι δημιούργημα των ξένων (72%), η 11η Σεπτεμβρίου ήταν προσχεδιασμένη (59%) και η προσσελήνωση του Άρμστρονγκ σκηνοθετημένη (27%). Παράλληλα, σε συντριπτικά ποσοστά οι Έλληνες θεωρούν ότι το φάρμακο για τον καρκίνο έχει βρεθεί αλλά δε δίνεται στην κυκλοφορία (69%) κι ότι ο Κώστας Σημίτης είναι Εβραίος (61%) . Έλλειψη μέτρου και αυτογνωσίας στην κατανόηση της πραγματικότητας, που «απομακρύνει διαρκώς τους ψηφοφόρους και την κοινωνίας από τη λογική.»


2ος λόγος. Η κρίση αφαίρεσε το μονοπώλιο της βίας και του αντικοινοβουλευτισμού από την άκρα αριστερά, ενισχύοντας το φαινόμενο της ακροδεξιάς βίας με αποτέλεσμα τα δύο άκρα να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία με τον εξτρεμισμό και τη βία (σελ.99), και να συγκροτούν ένα «φαιοκόκκινο μέτωπο αντιδημοκρατίας και αυταρχισμού» (σε.λ.83) ‘Γενναία’ τοποθέτηση. Ο Παπασαραντόπουλος, όμως, την τεκμηριώνει. Πρώτον, και με αναφορά σε σημαντικές επιστημονικές και βιβλιογραφικές πηγές (σελ. 75-79, 104-109), εξετάζει πως ο ιδεολογικός πυρήνας των δύο άκρων δικαιολογεί την ομοιότητα και ταύτιση τους στην πολιτική της βίας ως θεμιτού, και επιθυμητού μέσου, για την επίτευξη των στόχων τους, που δεν είναι άλλος από την αντιπάθεια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την αντικατάσταση της από ένα ολοκληρωτικό καθεστώτος (ανεξάρτητα από το εάν θα είναι ναζιστικό ή κουμμουνιστικό). Δεύτερον, μας υπενθυμίζει πως τα δύο άκρα συγκοινωνούν και αλλητροφοδοτούνται σε κοινωνικό και ανθρωπολογικό επίπεδο (βλ. για παράδειγμα τις γειτονίες της Β’ Πειραιά, οι οποίες ενώ για πολλά χρόνια ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ σήμερα ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, καθώς και η περίπτωση εκπαιδευτικού, που ενώ μέχρι πρόσφατα υπήρξε μάχιμος συνδικαλιστής του αριστερού χώρου, σήμερα εργάζεται σε γραφείο βουλευτού της Χρυσής Αυγής). Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής, Στάθης Μπούκουρας, ο οποίος απολογούμενος στη Βουλή

ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

  • Publisher: Επίκεντρο
  • ISBN: 9789604585427
  • Availability: Η διαθεσιμότητα των βιβλίων εξαρτάται από τον εκάστοτε εκδότη.
  • €15.92
  • Ex Tax: €15.92